Ιδρυτική Διακήρυξη LABour Πάτρας- Αγωνιστική Παρέμβαση στην Έρευνα
Α) Το τοπίο στο χώρο της έρευνας
Η πολλαπλή κρίση που πυροδότησε η εμφάνιση της πανδημίας, επιβεβαιώνει με το πιο χαρακτηριστικό τρόπο τα προβλήματα που συσσωρεύονται τα τελευταία χρόνια στο χώρο της έρευνας. Αντί οι τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες και τα επιτεύγματα της να αξιοποιούνται για να βελτιωθεί η ζωή των ανθρώπων, να αντιμετωπιστεί η πανδημία με νέα εμβόλια και φάρμακα και να ενισχυθεί η καθολική υγεία των λαών, η μετατροπή της επιστημονικής γνώσης σε εμπόρευμα για τις ανάγκες αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας φανερώνουν τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού, εχθρικού προς τις ανάγκες εκατομμυρίων που ασφυκτιούν με την σημερινή κατάσταση. Το παράδειγμα του εμβολίου είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Ό,τι καινούριο παράγει η σκέψη και η δουλειά των ανθρώπων, αντί να προσφέρει ένα καλύτερο αύριο, γίνεται καύσιμο για την κερδοφορία και την ανασυγκρότησή του καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα οι σχέσεις εργασίας για ένα μεγάλο κομμάτι εργαζομένων στο κλάδο της έρευνας, είναι είτε ανύπαρκτες είτε σαφώς υποβαθμισμένες. Ενώ τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η πρόοδος που έχει σημειωθεί σε διάφορες επιστήμες προσελκύουν τεράστιες επενδύσεις από την πλευρά του κεφαλαίου τα τελευταία χρόνια απασχολώντας ολοένα και περισσότερους εργαζόμενους (Υπ. Διδάκτορες, post-doc, εκπαιδευτικό και ερευνητικό προσωπικό με ποικίλες ελαστικές σχέσεις εργασίας), οι συνθήκες εργασίας ακολουθούν μια αντίστροφη πορεία. Ειδικά στην Ελλάδα, η έρευνα αποτελεί ένα κλάδο που χαρακτηρίζεται από την επισφάλεια, την απλήρωτη εργασία, την έντονη κινητικότητα, χωρίς κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα. Ένας κλάδος που περιλαμβάνει ακόμα εργαζομένους οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται -ή υποτιμούνται- ως τέτοιοι, εξαιτίας εδραιωμένων αντιλήψεων που τους αντιμετωπίζουν ως «εκπαιδευόμενους».
Η επιστημονική έρευνα αναδεικνύεται διεθνώς, και ιδιαίτερα σε χώρες και σχηματισμούς που ηγούνται της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε πυλώνα της οικονομίας και σε βασικό μοχλό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην προσπάθεια ανάτασης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το 2019 στην Ελλάδα δαπανήθηκε 1,27% του ΑΕΠ (2,3 δις Ευρώ) για έρευνα και ανάπτυξη (Research and Development) δείκτης που συμβαδίζει με μια αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια (το 2014 ήταν 1.49 δις. Ευρώ). Ταυτόχρονα ο αριθμός των Ισοδυνάμων Πλήρους Απασχόλησης (ΙΠΑ), που αποδίδουν “θέσεις” πλήρους απασχόλησης στην Ε&Α το 2019 ανέρχεται σε 54.833 θέσεις για το σύνολο των εργαζομένων σε Ε&Α και 40.084 για τους ερευνητές. Οι μισοί περίπου εξ’ αυτών συγκεντρώνονται στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (21.319). Καθώς το κυρίαρχο εργασιακό καθεστώς κάθε άλλο παρά μόνιμη απασχόληση είναι και συνυπολογίζοντας την μαύρη ή και άμισθη εργασία, καταλαβαίνει κανείς ότι ο πραγματικός αριθμός των εργαζόμενων είναι σαφώς μεγαλύτερος και ότι ο συγκεκριμένος εργασιακός κλάδος είναι μεγάλος και στην ουσία αχαρτογράφητος.
Β) Η πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων στο χώρο της έρευνας
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η όλο και εντονότερη λειτουργία των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) – εκεί δηλαδή που πραγματοποιείται η κύρια ερευνητική δραστηριότητα – με επιχειρηματικά και ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια. Αυτό αποτελεί επακόλουθο της εφαρμογής δεκάδων νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις των προηγούμενων χρόνων στα πλαίσια του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Ειδικότερα, ο νόμος Πλαίσιο 4009 (ν. Διαμαντοπούλου) και οι μετέπειτα τροποποιήσεις του, έθεσαν τα θεμέλια της σύνδεσης του πανεπιστημίου με τις επιχειρήσεις. Τη σκυτάλη της αναδιάρθρωσης ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη σύσταση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και των Περιφερειακών Συμβουλίων Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΣΕΚ) στη θέση των Σ.Ι. Οι δομές αυτές, απαρτιζόμενες από εκπροσώπους πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και εμπορικών – βιομηχανικών επιμελητηρίων, αν και πριμοδότησαν έως ένα βαθμό την ερευνητική δραστηριότητα, συμβάλλουν καθοριστικά στην διαμόρφωση της “αναπτυξιακής πολιτικής” που τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης καθώς και τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) οφείλουν να ακολουθούν.
Μοχλός επιτάχυνσης των παραπάνω αναδιαρθρώσεων αποτέλεσε η πολιτική υποχρηματοδότησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλά και των ερευνητικών κέντρων μέσα από τους τακτικούς πόρους του κρατικού προϋπολογισμού την περασμένη δεκαετία, ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών της Ε.Ε. Η τεράστια υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων (μείωση της κρατικής επιχορήγησης της τάξης του 70%, από το 2009 έως το 2019) σε συνδυασμό με την μείωση της τακτικής χρηματοδότησης στα ερευνητικά κέντρα από 20 έως 40%, οδήγησε πανεπιστήμια και Ε.Κ στην αναζήτηση νέων τρόπων χρηματοδότησης κυρίως ενισχύοντας κυρίως τρόπους αυτοχρηματοδότησης και ιεράρχηση εν γένει προτεραιοτήτων τους στη βάση του κέρδους. Τα ιδρύματα στρέφονται στην αναζήτηση εξωτερικών πηγών χρηματοδότησής (χρηματοδότηση έμμεσα ή άμεσα από επιχειρήσεις, δίδακτρα σε μεταπτυχιακά, spin-off εταιρείες, πατέντες). Σημαντική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η όλο και μεγαλύτερη υποταγή της έρευνας στους νόμους της αγοράς και ανάπτυξη της με σκοπό το κέρδος.
Η κυβέρνηση της ΝΔ με την εκλογή της τον Ιούλιο του 2019, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις του ν. Γαβρóγλου, προωθεί ένα σχέδιο ολοκλήρωσης της πορείας επιχειρηματικοποίησης της παιδείας και της έρευνας σύμφωνα πάντα με ότι επιτάσσει η ΕΕ και ο Διεθνής Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΟΣΑ). Αυτό περιλαμβάνει περαιτέρω αλλαγές που διευκολύνουν την στροφή σε νέες πηγές χρηματοδότησης, μέσα από χορηγίες, πατέντες, έσοδα από spin-off, αλλά και αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας των ΕΛΚΕ (μετατροπή τους σε ΝΠΙΔ), δυνατότητα απευθείας σύναψης συμβάσεων μεταξύ ιδρυμάτων και επιχειρήσεων για “διάχυση” ερευνητικών αποτελεσμάτων. Η μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και επενδύσεων καθ’ υπόδειξη του ΣΕΒ, είναι ενδεικτική των προθέσεων της νέας κυβέρνησης και στο πως οραματίζεται τον εγχώριο ερευνητικό δημόσιο τομέα. Το κερασάκι στη τούρτα έρχεται να προστεθεί με το νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη την θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας, μέσα από την εφαρμογή ενός ασφυκτικού και αυταρχικού πλαισίου λειτουργίας των ιδρυμάτων, με τους πραιτοριανούς της κυβέρνησης να αναλαμβάνουν το ρόλο τοποτηρητή μεταξύ άλλων, της ομαλής λειτουργίας ενός σύγχρονου πανεπιστημίου-επιχείρηση.
Οι παραπάνω πολιτικές δεν αφήνουν ανεπηρέαστο το ίδιο το περιεχόμενο της ερευνητικής διαδικασίας. Η έκθεση «Πισσαρίδη» για την έρευνα δίνει τον τόνο στην ανάπτυξη της έρευνας που σχετίζεται με την παραγωγή «καινοτομίων», προτείνοντας την στενότερη διασύνδεση επιχειρήσεων – πανεπιστημίων – Ε.Κ (αύξηση του μεριδίου της βιομηχανικής έρευνας στα δημόσια ιδρύματα) και τη μεταφορά τεχνογνωσίας η οποία μπορεί να αποτελέσει μοχλό αύξησης της κερδοφορίας μέσα από την παραγωγή. Ακόμα και η πρόταση για χρηματοδότηση της βασικής έρευνας με 500 εκ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, προτείνεται να κατευθυνθεί σε πεδία προτεραιότητας για το κεφάλαιο. Για την ΕΕ, τις κυβερνήσεις και το κεφάλαιο λοιπόν είναι απόλυτη προτεραιότητα η χρηματοδότηση της έρευνας που παράγει άμεσα οικονομικά αποτελέσματα, έρευνα που θα διεξάγεται σε πανεπιστήμια- ΕΚ «δημόσια» μόνο κατ’ όνομα αλλά στην ουσία επιχειρηματικά. Αυτή η πολιτική δε, βάζει ταφόπλακα στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη ανάπτυξης της επιστήμης σε όλα τα πεδία, ,μετατρέποντας τα ιδρύματα και τα ΕΚ σε R&D παραρτήματα εταιριών, μπλοκάροντας την συλλογική γνώση και την πρόσβαση σε αποτελέσματα προς όφελος της επιστήμης και της κοινωνίας. Κλάδοι της επιστήμης που δεν παράγουν άμεσα οικονομικά αποτελέσματα βρίσκουν δύσκολα εξωτερικούς πόρους ή καταλήγουν να εξαρτώνται από την ελλιπή κρατική χρηματοδότηση.
Γ) Οι εργαζόμενοι στην έρευνα και οι εργασιακές συνθήκες στον κλάδο
Στον κλάδο της έρευνας όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, και όντας απόλυτα ενταγμένος στην καπιταλιστική παραγωγή, μπορεί να διακρίνει κανείς τα πολλαπλά επίπεδα εκμετάλλευσης. Ο εργαζόμενος ερευνητής έχει ως εργοδότη την ΕΕ, το μνημονιακό κράτος και τις επιχειρήσεις (εγχώριες και πολυεθνικές) που αποτελούν τους άμεσους χρηματοδότες και τελικούς αποδέκτες των αποτελεσμάτων της έρευνας. Ειδικά στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, καλείται να καλύψει διάφορες ανάγκες, πέραν του ερευνητικού του αντικειμένου, όπως στο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Απασχολείται σε διαφορετικές θέσεις (φοιτητές σε πρακτική άσκηση, μεταπτυχιακές εργασίες, διδακτορικά, Postdoc έρευνα, κάλυψη κενών στην εκπαιδευτική διαδικασία, εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου σε εταιρίες, μόνιμη θέση στο δημόσιο τομέα).
Ενώ πριν την κρίση καλλιεργούνταν έντονες προσδοκίες κοινωνικές ανέλιξης για όσους εμπλέκονταν στην ερευνητική διαδικασία , με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μετά, οι προσδοκίες για πρόσληψη είναι ανύπαρκτες και ταυτόχρονα εκτινάχθηκε η μετανάστευση, οδηγώντας στο περίφημο Brain Drain. Για όσους λοιπόν δεν έφυγαν στο εξωτερικό, ο βιοπορισμός είναι πιο αβέβαιος από ποτέ με τους νέους ερευνητές/τριες να κατέχουν πλέον μία θέση ανάμεσα στους πληττόμενους εργαζόμενους του σήμερα.
Οι εργασιακές συνθήκες για τους νέους ερευνητές/τριες στην Ελλάδα έχουν χειροτερέψει δραματικά, με το μεγαλύτερο ποσοστό να βρίσκεται σε μία μόνιμη κινητικότητα και εξάρτηση από την προκήρυξη νέων προγραμμάτων, δουλεύοντας με εξοντωτικούς ρυθμούς σε ένα καθεστώς μεταξύ απλήρωτης και χωρίς δικαιώματα μαθητείας και κακοπληρωμένης προσωρινής απασχόλησης. Η μεγάλη πλειοψηφία, ενώ απασχολείται με συνθήκες μισθωτού (έχοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ωράρια), εντούτοις υπογράφει συμβάσεις έργου, αμείβεται υποχρεωτικά με μπλοκάκι και φορολογείται ως ελεύθερος επαγγελματίας, πληρώνοντας τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές (αν έχει καταφύγει στην αυτασφάλιση) ή μένοντας χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη αν το εισόδημά του δεν επαρκεί. Ακόμα χειρότερες είναι οι συνθήκες των τίτλων κτήσης, οι οποίοι εξ’ ορισμού δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές καλύψεις. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως οι εργαζόμενοι είναι εκτεθειμένοι σε κάθε λογής εργατικά ατυχήματα καθώς θεωρούνται «αυτασφάλιστοι». Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το νέο ελαστικά εργαζόμενο διδακτικό προσωπικό, οι ακαδημαϊκοί υπότροφοι και οι συμβασιούχοι διδάσκοντες που αμείβονται μέσω ΕΣΠΑ, λόγω των μηδενικών προσλήψεων μόνιμου διδακτικού προσωπικού. Τέλος δεν είναι λίγοι οι εργαζόμενοι στην έρευνα που οδηγούνται στην παράλληλη ετεροαπασχόληση προκειμένου να μπορούν καλύψουν τις ανάγκες τους.
Η εδραίωση όλων των παραπάνω ελαστικών μορφών εργασίας, δεν είναι τυχαίες αλλά αποτελούν βασική επιλογή του κεφαλαίου που εκφράστηκαν μέσα από τις αναδιαρθρώσεις της περασμένης δεκαετίας, οι οποίες έχουν πλέον γενικευτεί και σε άλλους εργασιακούς κλάδους που αποτελούν μεγάλα πεδία κερδοφορίας (όπως οι τηλεπικοινωνίες και η φαρμακοβιομηχανία).
Η παραπάνω εικόνα είναι πλέον κυρίαρχη στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπου εργάζεται το μισό περίπου δυναμικό του κλάδου. Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στα Ε.Κ., όπου το ποσοστό πλέον των ελαστικών σχέσεων εργασίας έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια φτάνοντας σε περιπτώσεις το 60% του δυναμικού των Κέντρων, με την χρηματοδότηση των νέων ερευνητών να εξαρτάται κυρίως από ανταποδοτικά προγράμματα.
Η παραπάνω κατάσταση, πέρα από τις δυσκολίες που συνεπάγεται, δίνει νέες δυνατότητες για την οργάνωση των ερευνητών, για τη συλλογική διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων αλλά και μιας άλλης σχέσης με το προϊόν της εργασίας τους. Είναι θετική εξέλιξη πως τα τελευταία χρόνια έχουν μαζικοποιηθεί οι πρωτοβουλίες για την συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, με τη συγκρότηση νέων σωματείων ερευνητών/τριών (ΣΕΕΕΗ στο Ηράκλειο), αλλά και με την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση πανελλαδικού κλαδικού σωματείου στην έρευνα.
Δ) Για ποια έρευνα παλεύουμε εμείς;
Για εμάς, δεν αρκεί μία στείρα κριτική στο υπάρχον ερευνητικό πλαίσιο ούτε ένας οικονομικός αγώνας για υψηλότερες αμοιβές στον κλάδο. Δραστηριοποιούμαστε σε ένα πανεπιστήμιο-Ε.Κ. που θέλουμε να παράγει έρευνα και γνώση με βάση τις ανάγκες τις πλειοψηφίας, που παράγει αξίες χρήσης και όχι εμπορεύματα. Το κριτήριο για την έρευνα στο σύγχρονο πανεπιστήμιο-Ε.Κ. είναι να μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία των ιδιωτικών ομίλων ή στη καλύτερη περίπτωση να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ενός κράτους στον ανταγωνισμό του με άλλα κράτη σε διεθνές επίπεδο. Δεν αρκεί η καταγγελία τις επιχειρηματικής δράσης-αν και είναι απαραίτητη. Δεν χωράμε σε μία κρατικά χρηματοδοτούμενη έρευνα για τον πόλεμο, την αστυνομία ή το κυνήγι μεταναστών και κατατρεγμένων στα σύνορα και τις μητροπόλεις. Παλεύουμε για έρευνα που θα έχει στόχο τη βελτίωση της ζωής των λαών, τη χειραφέτηση του ατόμου και το ξεπέρασμα της αυταπάτης, του ανορθολογισμού και του σκοταδισμού. Μια έρευνα κεντρικά σχεδιασμένη με κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, που δε θα περιμένει «πότε θα ανανεωθεί το πρόγραμμα», αλλά θα αφουγκράζεται τις λαϊκές ανάγκες σε υγεία, τεχνολογία και ποιότητα ζωής και θα έχει βασικό στόχο την εξυπηρέτησή τους. Μιας έρευνας τα αποτελέσματά της οποίας θα είναι δημόσια και δωρεάν για όλους. Σε αυτόν τον αγώνα δεν είμαστε μόνοι. Σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ανοίξει η κουβέντα για την ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα της έρευνας ενάντια στο μονοπώλιο μιας χούφτας εκδοτικών οίκων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση της δίωξης του sci-hub. Φυσικά αυτό δεν αρκεί, ωστόσο δείχνει τις δυνατότητες που ανοίγονται για τη διεθνή συνεργασία σε κινηματικό επίπεδο επιμέρους ερευνητών και συλλογικοτήτων εργαζομένων στα πανεπιστήμια-Ε.Κ.
Με τη δράση μας αγωνιζόμαστε:
- Για έρευνα και πανεπιστήμιο με κέντρο τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ανατροπή κι όχι προσαρμογή του προσανατολισμού και χρηματοδότησης της έρευνας στους άξονες του Horizon Europe. Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για παιδεία και έρευνα. Κατανομή των κονδυλίων έρευνας σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Όχι στη συγκέντρωση των κονδυλίων σε μονάδες “αριστείας”. Έρευνα που να βασίζεται στην κρατική χρηματοδότηση των ερευνητικών δομών. Όχι στη χρηματοδότηση βάσει ερευνητικών προγραμμάτων, που καθιστούν την έρευνα αποσπασματική και εστιασμένη στην εξασφάλιση πόρων αντί της παραγωγής ποιοτικού ερευνητικού έργου.
- Ενάντια στην εμπορευματοποίηση της γνώσης και του Πανεπιστημίου. Ενάντια στην διάλυση του Πανεπιστημίου και των ερευνητικών κέντρων και την αντικατάστασή του από αυτόνομες μονάδες “αριστείας”. Ενάντια στην κατάργηση δημοκρατικών κατακτήσεων και τη θέσπιση αυταρχικών μορφών διοίκησης που προσομοιάζουν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κατάργηση του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, και της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Άμεση επανακατοχύρωση και διεύρυνση του πανεπιστημιακού ασύλου.
III. Ενάντια στις λογικές που θέλουν η έρευνα να έχει ως αυτοσκοπό το κέρδος. Στεκόμαστε κόντρα στις πατέντες και σε κάθε μορφής απόπειρα μονοπωλιακής συγκέντρωσης και εκμετάλλευσης της επιστημονικής γνώσης στα χέρια διαφόρων μερίδων εγχώριου και ξένου κεφαλαίου, η οποία αφενός εξασφαλίζει υπερκέρδη για τις πολυεθνικές, αφετέρου αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην ελεύθερη πρόοδο της τεχνολογίας και της έρευνας . Είμαστε απέναντι τόσο στην όλο και μεγαλύτερη διείσδυση των ιδιωτών στα ακαδημαϊκά & ερευνητικά ιδρύματα. Διεκδικούμε ελεύθερη πρόσβαση όλης της κοινωνίας στα αποτελέσματα της έρευνας και στη βιβλιογραφία
- Πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη των ερευνητικών αναγκών. Κανένας ερευνητής που δεν εντάσσεται στις κατηγορίες των υποψήφιων διδακτόρων ή φοιτητών (μεταπτυχιακών ή προπτυχιακών) χωρίς μονιμότητα. Κανένας μέλος του διοικητικού, τεχνικού και άλλου αναγκαίου προσωπικού (π.χ. υπηρεσίες καθαριότητας, συντήρηση εγκαταστάσεων) χωρίς μονιμότητα. Κανένας Υ.Δ, μεταπτυχιακός και προπτυχιακός φοιτητής να μην εκτελεί εργασία στη θέση του μόνιμου προσωπικού.
- Κανένας εργαζόμενος στην έρευνα να μην ετεροαπασχολείται εντός των ερευνητικών δομών. Καμία υποκατάσταση εργασιακής σχέσης με υποτροφία. Όχι στο πρόγραμμα “απόκτησης προϋπηρεσίας” με όρους μαθητείας, η προϋπηρεσία αποκτάται στα πλαίσια της εργασίας, όχι πριν από αυτή! Οι Υ.Δ, μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί σπουδαστές που εργάζονται σε προγράμματα να προσλαμβάνονται με συμβάσεις εργασίας, κι όχι έργου, βάση συλλογικής σύμβασης.
- Αντικατάσταση όλων των ελαστικών μορφών εργασίας (ΔΠΥ, προγράμματα κοινωφελούς εργασίας κλπ) με συμβάσεις αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα από τις ακαδημαϊκές μας υποχρεώσεις. Κατάργηση των συμβάσεων έργου και του ΔΠΥ. Μέχρι την κατάργηση των συμβάσεων έργου και ΔΠΥ, καταβολή του ΦΠΑ και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από τα ιδρύματα στους συναδέλφους που εργάζονται σε ερευνητικά με ΔΠΥ. Παλεύουμε για την υπογραφή Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
VII. Μόνιμη και σταθερή δουλειά, υγεία και παιδεία για όλο το λαό. Αυξήσεις στους μισθούς για να καλύπτονται οι σύγχρονες ανάγκες. Δραστική μείωση των ορίων συνταξιοδότησης και των ωρών εργασίας, όπως επιτρέπει η αλματώδης άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, για να εξαλειφθεί η ανεργία.
Ε) Για μια αγωνιστική παρέμβαση στο χώρο της έρευνας
Ως εργαζόμενοι-ες στο χώρο της έρευνας, αντιλαμβανόμενοι πως η παραπάνω κατάσταση – όπως και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας- δεν μπορεί να αντιστραφεί μέσα από ατομικές προσπάθειες, παίρνουμε την πρωτοβουλία να συγκροτήσουμε μια εργατική, αριστερή, ανατρεπτική συλλογικότητα, η οποία μπορεί να συμβάλλει στη μαζική συλλογική οργάνωση και δράση των εργαζομένων στην έρευνα στο Πανεπιστήμιο Πατρών αλλά και στα ερευνητικά κέντρα της περιοχής μας (ΙΤΕ/ΙΕΧΜΗ). Είμαστε εργαζόμενοι στον κλάδο της έρευνας και της παραγωγής/αναπαραγωγής γνώσης αλλά και ταυτόχρονα και κομμάτι του ευρύτερου εργατικού κινήματος. Θεωρούμε πως ο ρόλος μας δεν μπορεί να περιορίζεται στα ζητήματα του κλάδου, αλλά με τα μάτια στραμμένα στις παραγωγικές δυνάμεις που κρατούν όρθια την κοινωνία, παλεύουμε για μία πολιτική που θα ασκούν εργαζόμενοι και τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα που θα μπορεί να ανατρέψει τις σημερινές βάρβαρες συνθήκες εργασίας και ζωής. Προωθούμε μορφές συγκρότησης και δράσης που βασίζονται στην δημοκρατία των εργαζομένων, τις γενικές συνελεύσεις, κόντρα στην ανάθεση και την απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών. Συμμετέχουμε ενεργά στην πρωτοβουλία για τη συγκρότηση κλαδικού σωματείου στην έρευνα και παλεύουμε για να προχωρήσουν άμεσα οι διαδικασίες συγκρότησης ενός πανελλαδικού κλαδικού σωματείου εργαζομένων στην έρευνα, εξέλιξη που μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στην οργάνωση του κλάδου.
Ως «LABour Πάτρας – Αγωνιστική Παρέμβαση στην Έρευνα» επιδιώκουμε:
- Ενιαία παρέμβαση στον κλάδο, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα. Σκοπός μας είναι να εκφράσουμε τα πιο πληττόμενα κομμάτια εργαζομένων στον κλάδο, τους μπλοκάκηδες-συμβασιούχους, τους εργαζομένους χωρίς σχέση εργασίας, τους ανασφάλιστους και τους εκ περιτροπής εργαζόμενους-άνεργους.
- Είμαστε ενάντια στις μορφές απλήρωτης, κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης εργασίας που επικρατούν στο χώρο μας. Αγωνιζόμαστε για πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους που βάζουν σε λειτουργία τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα, με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων αυτών να αναλάβουν τις εργοδοτικές τους ευθύνες. Αγωνιζόμαστε ώστε να υπάρχουν περισσότερες θέσεις μόνιμου προσωπικού (καθηγητικού, ερευνητικού, τεχνικού, διοικητικού, βοηθητικού) που θα καλύπτουν τις ανάγκες των ιδρυμάτων. Διεκδικούμε την αναγνώριση της εργασιακής ιδιότητας του μη μόνιμου ερευνητικού προσωπικού και την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας ως το μέσο που θα εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπή μισθό.
- Είμαστε ενάντια σε κάθε μορφή οικονομικής εξάρτησης των ιδρυμάτων από τα ανταγωνιστικά προγράμματα – προγράμματα αριστείας (ΕΣΠΑ, ελληνικά κλπ) που διαιωνίζουν τις συνθήκες εργασιακής γαλέρας στον χώρο μας και περιορίζουν την επιστημονική περιέργεια. Ειδικά τα ευρωπαϊκά προγράμματα-τύπου ΕΣΠΑ καθορίζουν τι θα ερευνάται και πώς με βάση τις ανάγκες κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου και αφορούν επιστημονικά αντικείμενα που σχετίζονται μόνο με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Επίσης προβλέπουν «συνεργάτες»-εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν τις υποδομές και το προσωπικό αποποιούμενες το κόστος αυτό, ενώ διατηρούν τις πατέντες και τα αποτελέσματα, απολαμβάνοντας τα κέρδη. Tο προσωπικό που εργάζεται στα project δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε σαν προϋπηρεσία αυτή του την εργασία, καθώς δεν δημοσιεύονται τα αποτελέσματα, αντιθέτως κατοχυρώνονται ως καινοτομία της εταιρίας. Τέλος, σε αυτά τα προγράμματα προβλέπονται συμβάσεις ανεξάρτητα από τη ροή της χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να μένουν οι εργαζόμενοι απλήρωτοι για μεγάλα διαστήματα. Εμείς αγωνιζόμαστε για μία κεντρικά σχεδιασμένη παιδεία – έρευνα, με δημόσια χρηματοδότηση και στραμμένη στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Επιπλέον παλεύουμε για κατάργηση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα καθώς και ενάντια στην γενίκευση του και στα προπτυχιακά, που εμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στη εκπαίδευση εντείνοντας τους ταξικούς φραγμούς.
- Γνωρίζουμε ότι για να μπορέσουμε να έχουμε νίκες στο χώρο δουλειάς μας, θα πρέπει να συγκρουστούμε με αυτούς που επιβάλλουν τα παραπάνω, όχι μόνο στο χώρο εργασίας μας αλλά και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Είμαστε απέναντι στις πολιτικές όλων των κυβερνήσεων – όπως και της σημερινής – που φορτώνουν στις πλάτες μας το βάρος της κρίσης ώστε να κερδίζουν οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες. Είμαστε απέναντι στην ΕΕ και πολιτικές της, η οποία τις επιβάλλει ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των λαών και εις βάρος αυτών. Παλεύουμε ανατροπή του πλαισίου της μεταμνημονιακής επιτροπείας, της ΕΕ, την μονομερή διαγραφή του χρέους. Παλεύουμε για την υπεράσπιση της ειρήνης, κόντρα στους επικίνδυνους ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων στην περιοχή μας. Μόνο μέσα από έναν τέτοιο δρόμο διεκδικήσεων μπορούν να υπάρχουν πραγματικές κατακτήσεις ανακούφισης του λαού και κάλυψης των αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
- Για να πετύχουν οι εργαζόμενοι τις διεκδικήσεις τους χρειάζεται η ενεργή δράση των συλλόγων και των σωματείων τους, στην κατεύθυνση της υπεράσπισης των συμφερόντων τους, απέναντι στην κάθε είδους εργοδοσία αλλά και στη γραφειοκρατία και τον συμβιβασμό που προωθούν ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ και κάθε λογής εργοδοτικό συνδικαλισμό. Είμαστε με τη δημοκρατία του αγώνα, τις γενικές συνελεύσεις, στηρίζουμε πρωτοβουλίες συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων. Από κοινού με τις υπόλοιπες δομές στα πανεπιστήμια, φοιτητικούς συλλόγους, σωματεία εργαζομένων, αλλά και συνολικά με τα σωματεία εργαζομένων, παλεύουμε για ένα άλλο νικηφόρο εργατικό κίνημα.
Καλούμε τους συναδέλφους μας να συμμετέχουν μαζικά στο πανελλαδικό κλαδικό σωματείο εργαζομένων στην έρευνα, καθώς και στους υπάρχοντες συλλόγους (μεταπτυχιακών-ΥΔ). Κόντρα στην απογοήτευση και τον ατομικό δρόμο, η συλλογική διεκδίκηση είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να βαδίσουμε για να ζήσουμε αξιοπρεπώς και να συντρίψουμε αυτή την βάρβαρη πραγματικότητα.